GLOSSARY ENTRY (DERIVED FROM QUESTION BELOW) | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
|
22:44 Nov 17, 2005 |
English to Greek translations [PRO] Bus/Financial - Investment / Securities / foreign exchange | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
|
| ||||||
| Selected response from: Valentini Mellas Greece Local time: 01:18 | ||||||
Grading comment
|
Summary of answers provided | ||||
---|---|---|---|---|
5 +4 | μακροπρόθεσμες ομολογίες δολαρίου |
| ||
3 | Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης αγοράς δολαρίου |
|
Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης αγοράς δολαρίου Explanation: Είναι συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης (future) αγοράς (long) και όχι πώλησης (short) με την προσδοκία ότι η τιμή του δολλαρίου θα ανέβει σε σχέση με το άλλο νόμισμα - δηλαδή θα ανατιμηθεί. Βλέπε και http://www.euroxx.gr/DERIVATIVES.htm Reference: http://www.investorguide.com/igup1-futures.htm Reference: http://www.google.com/search?q=%CE%BC%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B... |
| |
Login to enter a peer comment (or grade) |
μακροπρόθεσμες ομολογίες δολαρίου Explanation: Αρχοντάκης, Σταφυλίδης κτλ κτλ Long Bond -> Μακροπρόθεσμη ομολογία. -------------------------------------------------- Note added at 1 hr 28 mins (2005-11-18 00:13:16 GMT) -------------------------------------------------- [Long ] Αγορά ή κατοχή χρεογράφων, εμπορευμάτων ή συνάλλαγματος από χρηματιστή, τράπεζα κλπ. σε ποσότητα μεγαλύτερη από τις υποχρεώσεις (πωλήσεις) που έχει αναλάβει. Συνήθως, επειδή έχει την πεποίθηση ότι οι τιμές θα σημειώσουν άνοδο και θα πραγματοποιήσει κέρδη. [Long bonds] Ομολογίες με μεγάλη διάρκεια ζωής. [Long] 1. Η κατοχή οικονομικών μέσων (χρεόγραφα κ.λ.π.), είτε για επενδυτικούς σκοπούς, είτε σε αναμονή αύξησης των τιμών, είτε λόγω προσωρινής αδυναμίας πώλησής των. Το ίδιο με LONG POSITION. 2. Η κατοχή ή αγορά χρεογράφων σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει χρηματιστής. -------------------------------------------------- Note added at 18 hrs 33 mins (2005-11-18 17:18:16 GMT) -------------------------------------------------- Ομολογία ή ομόλογο είναι το ίδιο πράγμα. Το έδωσα ομολογία για να συμφωνήσω με την απόδοση του Σταφυλίδη. -------------------------------------------------- Note added at 22 hrs 9 mins (2005-11-18 20:53:26 GMT) -------------------------------------------------- Ομολογία -> (οικον.) ανώνυμος χρηματιστηριακός τίτλος που αντιπροσωπεύει ορισμένο ποσοστό ενός δανείου και εξοφλείται οποτεδήποτε στην τρέχουσα τιμή: Έκδοση / αγορά ομολογιών. Έκλεψαν χρήματα και ομολογίες. Ομόλογο ->(οικον.) ανώνυμος τίτλος που αντιπροσωπεύει ορισμένο ποσοστό ενός δανείου και εξοφλείται μετά τη λήξη στην ονομαστική του τιμή: Oμόλογα του ελληνικού δημοσίου. Reference: http://www.websters-online-dictionary.org/definition/Greek-e... |
| |
Grading comment
| ||