Glossary entry

English term or phrase:

co-contractor

Greek translation:

συνεργολάβος

    The asker opted for community grading. The question was closed on 2012-04-09 07:54:08 based on peer agreement (or, if there were too few peer comments, asker preference.)
Apr 5, 2012 07:57
12 yrs ago
2 viewers *
English term

co-contractor

English to Greek Law/Patents Law (general)
The Contractor and/or the Sub-contractor and/or the co-contractor

Discussion

Savvas SEIMANIDIS Apr 5, 2012:
αντισυμβαλλόμενος Ο όρος ''αντισυμβαλλόμενος'' προσδιορίζει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο έναντι του οποίου ο ''συμβαλλόμενος'' δεσμεύεται να παράσχει ένα προιόν ή μία υπηρεσία. Π.χ. μία εταιρεία συντηρήσεως καυστήρων - ''συμβαλλόμενος'' - υπογράφει ένα ετήσιο συμβόλαιο συντηρήσεως των καυστήρων ενός νοσοκομείου, το οποίο ορίζεται ως '' ο αντισυμβαλλόμενος '' κατά την έννομη σχέση η οποία απορρέει εκ του συμβολαίου. Ενώ στην περίπτωση της ερωτήσεως της συναδέλφου, πρόκειται περί περιστασιακής κοινοπραξίας προς από κοινού ανάληψιν εκτελέσεως ενός έργου ή παροχής συγκεκριμένων υπηρεσιών. Κατά συνέπειαν, αρμόζει ο όρος ''συμπράττων'' αλλά όχι ο όρος ''αντισυμβαλλόμενος''.

Proposed translations

+2
1 hr
Selected

συνεργολάβος

Αν το contractor έχει την έννοια του εργολάβου. Διαφορετικά θα πρότεινα το ''από κοινού συμβαλλόμενος''.
Peer comment(s):

agree Savvas SEIMANIDIS : Συμφωνώ με το συνεργολάβος, εάν αρμόζει στο συγκείμενο.
3 hrs
Ευχαριστώ Σάββα!
agree gkarapapa
1 day 20 mins
Ευχαριστώ!
Something went wrong...
4 KudoZ points awarded for this answer. Comment: "Selected automatically based on peer agreement."
+1
1 hr

συμπράττων, αντισυμβαλλόμενος

,
Peer comment(s):

agree Savvas SEIMANIDIS : ''συμπράττων'', ναι, ''αντισυμβαλλόμενος'', όχι ! (Βλέπε επεξήγησή μου)
3 hrs
Something went wrong...

Reference comments

5 hrs
Reference:

συνεργολάβος

Αναφορές :

1. ''Συνεργολάβος για την εγκατάσταση του συστήματος ήταν η εταιρεία Intersolar S.A.''

http://www.cres.gr/gr-epc/pdf/mevgal.pdf

--------------------------------------------------
Note added at 5 hrs (2012-04-05 13:52:39 GMT)
--------------------------------------------------

2. Κατά το λεξικό του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ :

συνεργολάβος = contracting for work in partneship with others

http://archimedes.fas.harvard.edu/cgi-bin/dict?name=lsj&lang...
Something went wrong...
Term search
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search