Glossary entry (derived from question below)
English term or phrase:
colourfastness
Greek translation:
χρωματική σταθερότητα, ανθεκτικότητα στο χρώμα
Added to glossary by
Spiros Doikas
Nov 30, 2008 13:59
15 yrs ago
English term
colourfastness
English to Greek
Tech/Engineering
Materials (Plastics, Ceramics, etc.)
materials-tiles
This guarantees a permanent colourfastness. (It refers to the process of colouring tiles.)
Proposed translations
(Greek)
4 +2 | ανθεκτικότητα στο χρώμα | Spiros Doikas |
4 | Εγγυάται ότι τα χρώματα θα είναι ανεξίτηλα. | Vicky Papaprodromou |
Change log
Dec 5, 2008 13:30: Spiros Doikas Created KOG entry
Proposed translations
+2
5 mins
Selected
ανθεκτικότητα στο χρώμα
Ή ότι το χρώμα θα παραμένει μόνιμα ανεξίτηλο
http://www.google.gr/search?hl=en&client=firefox-a&rls=org.m...
--------------------------------------------------
Note added at 6 mins (2008-11-30 14:05:52 GMT)
--------------------------------------------------
ή χρωματική σταθερότητα
Test the colourfastness of your carpet by pouring some shampoo dissolved in ...... με μη ανεξίτηλα χρώματα. Ελέγξτε τη χρωματική σταθερότητα του χαλιού σας ...
www.p4c.philips.com/files/h/hr6835_03/hr6835_03_dfu_fra.pdf
http://www.google.gr/search?hl=en&client=firefox-a&rls=org.m...
--------------------------------------------------
Note added at 6 mins (2008-11-30 14:05:52 GMT)
--------------------------------------------------
ή χρωματική σταθερότητα
Test the colourfastness of your carpet by pouring some shampoo dissolved in ...... με μη ανεξίτηλα χρώματα. Ελέγξτε τη χρωματική σταθερότητα του χαλιού σας ...
www.p4c.philips.com/files/h/hr6835_03/hr6835_03_dfu_fra.pdf
4 KudoZ points awarded for this answer.
10 mins
English term (edited):
This guarantees a permanent colourfastness.
Εγγυάται ότι τα χρώματα θα είναι ανεξίτηλα.
Τα χρώματα θα είναι εγγυημένα ανεξίτηλα.
Αν μιλάμε για ύφασμα: Το ύφασμα θα είναι εγγυημένα ανεξίτηλο.
ΛΚΝ
ανεξίτηλος -η -ο [aneksítilos] E5 : α.(κυρίως για χρώματα) που δεν ξεβάφει, δεν εξαλείφεται ή δεν ξεθωριάζει: Aνεξίτηλα χρώματα. || Aνεξίτηλα υφάσματα, που διατηρούν τη ζωηρότητα του χρώματός τους, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. β. (μτφ.) που η ζωηρότητά του δε χάνεται, δεν εξασθενίζει με το πέρασμα του χρόνου: Aνεξίτηλες εντυπώσεις / μνήμες. H μορφή του θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μας. [λόγ. < ελνστ. ἀνεξίτηλος]
Αν μιλάμε για ύφασμα: Το ύφασμα θα είναι εγγυημένα ανεξίτηλο.
ΛΚΝ
ανεξίτηλος -η -ο [aneksítilos] E5 : α.(κυρίως για χρώματα) που δεν ξεβάφει, δεν εξαλείφεται ή δεν ξεθωριάζει: Aνεξίτηλα χρώματα. || Aνεξίτηλα υφάσματα, που διατηρούν τη ζωηρότητα του χρώματός τους, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. β. (μτφ.) που η ζωηρότητά του δε χάνεται, δεν εξασθενίζει με το πέρασμα του χρόνου: Aνεξίτηλες εντυπώσεις / μνήμες. H μορφή του θα μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μας. [λόγ. < ελνστ. ἀνεξίτηλος]
Something went wrong...